Τα αυξημένα τιμολόγια ενέργειας μειώνουν την ανταγωνιστικότητα

Από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία το κόστος ενέργειας έχει εκτιναχθεί σε δυσθεώρητα ύψη για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Αποτελεί πρώτο θέμα συζήτησης στον δημόσιο διάλογο, και όχι άδικα, αφού από τη μια μειώνει δραματικά την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και από την άλλη αυξάνει κατακόρυφα το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων.

Όλοι βεβαίως γνωρίζουμε ότι το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό, αλλά Πανευρωπαϊκό, γι΄αυτό και η Ευρωπαϊκή Ένωση αναζητά λύσεις, τόσο για την ομαλοποίηση της τροφοδοσίας των χωρών της Ευρώπης με φυσικό αέριο και πετρέλαιο, όσο και για την απεξάρτησή τους από την Ρωσία, που για πολλές χώρες αποτελεί βασικό προμηθευτή των δύο αυτών ενεργειακών προϊόντων.

Μέχρι όμως να συμβεί η πολυπόθητη απεξάρτηση από τη Ρωσία, το κύμα ακρίβειας πλήττει τους πάντες. Κατ΄αρχήν η αύξηση των τιμών των πρώτων υλών και οι σημαντικές καθυστερήσεις άφιξης στους προορισμούς τους, μειώνουν τη βιομηχανική δραστηριότητα και αυξάνουν τις τιμές για τα ενδιάμεσα και τα τελικά προϊόντα. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τα υψηλά τιμολόγια της ενέργειας μειώνουν επίσης κατά πολύ τη ζήτηση, η οποία επιδρά με τη σειρά της αρνητικά στο οικονομικό κλίμα και δημιουργεί ανησυχίες για τις προοπτικές των οικονομιών της Ευρώπης.

Το πρόβλημα επιτείνεται από την αβεβαιότητα που επικρατεί από τα lockdowns στην Κίνα, αφού αυτά έχουν δημιουργήσει επιπλέον ζητήματα στην ομαλή τροφοδοσία και καθυστερήσεις στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού. Παράλληλα, οι εκτιμήσεις συγκλίνουν ότι η βελτίωση της συγκεκριμένης κατάστασης θα αργήσει να έρθει.

Με βάση τα παραπάνω, μοιραία, οι ανατιμήσεις των πρώτων υλών μετακυλίονται στους καταναλωτές, με αποτέλεσμα η κοινωνία και οι επιχειρήσεις να βρίσκονται σε οριακό σημείο. Επίσης, θεωρούμε ότι θα υπάρξουν περαιτέρω στην αγορά προβλήματα, αφού η ανεπιθύμητη αυτή κατάσταση οδηγεί αναγκαστικά σε επισφαλείς συναλλαγές, οι οποίες με τη σειρά τους δρουν αλυσιδωτά και επηρεάζουν όλες τις επιχειρήσεις στη διαδικασία πρόσθεσης αξίας των προϊόντων. Συνεπώς, πιθανή αύξηση του αριθμού των «αφερέγγυων» επιχειρήσεων θα δημιουργήσει ζητήματα καθυστερήσεων πληρωμών στην αγορά. Αυτό έχει αποτέλεσμα την τήρηση στάσης αναμονής των επιχειρήσεων για την υλοποίηση επενδύσεων άρα και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον πολυεπίπεδης κρίσης, η Κυβέρνηση έχει αντιδράσει με θετικά αντανακλαστικά και με βάση τις δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας, υποστηρίζει με έμπρακτο τρόπο νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

Ευτυχώς ή δυστυχώς ο μόνος δρόμος για την επιτυχημένη αντιμετώπιση τέτοιων κρίσεων είναι η «προσαρμογή». Απαιτείται λοιπόν η υλοποίηση των κατάλληλων προσαρμογών από τις επιχειρήσεις, τη δημόσια διοίκηση, την κοινωνία.

Βεβαίως, πάνω απ΄όλα όλοι μας πρέπει να επιδείξουμε ψυχραιμία, κοινή λογική, συναίνεση και δημιουργία των κατάλληλων συνεργιών και συμμαχιών, για την αντιμετώπιση τέτοιων πολυεπίπεδων κρίσεων όπως η τρέχουσα.